παρατυγχάνω

to happen to be near, be among

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρατυγχάνω)
LSJ (παρατυγχάνω)
Short Defs (παρατυγχάνω)
Cunliffe (Lex Entries) (παρατυγχάνω)
Lexicon Thucydideum (παρατυγχάνω)
Middle Liddell (παρατυγχάνω)

Morphological Data

παρατυγχάνω VERB