παρασφάλλω
to make an arrow glance aside
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παρασφάλλω)
LSJ
(παρασφάλλω)
Short Defs
(παρασφάλλω)
Cunliffe (Lex Entries)
(παρασφάλλω)
Morphological Data
παρασφάλλω
VERB