παρασημαίνομαι
to set one's seal beside, to counterseal, seal up
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παρασημαίνομαι)
LSJ
(παρασημαίνομαι)
Short Defs
(παρασημαίνομαι)
Morphological Data
παρασημαίνομαι
VERB