παραρτέομαι
to fit out for oneself
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παραρτέομαι)
LSJ
(παραρτέομαι)
Short Defs
(παραρτέομαι)
Middle Liddell
(παραρτέομαι)
Morphological Data
παραρτέομαι
VERB