παρανομέω

to transgress the law, act unlawfully

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρανομέω)
LSJ (παρανομέω)
Short Defs (παρανομέω)
Lexicon Thucydideum (παρανομέω)

Morphological Data

παρανομέω VERB
παρανομέω ADJ