παρακαταβαίνω
to dismount beside
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παρακαταβαίνω)
LSJ
(παρακαταβαίνω)
Short Defs
(παρακαταβαίνω)
Middle Liddell
(παρακαταβαίνω)
Morphological Data
παρακαταβαίνω
VERB