παρακατέχω
to keep back, restrain, detain
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παρακατέχω)
LSJ
(παρακατέχω)
Short Defs
(παρακατέχω)
Lexicon Thucydideum
(παρακατέχω)
Morphological Data
παρακατέχω
VERB