παλλακίς

a concubine, mistress

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παλλακίς)
LSJ (παλλακίς)
Short Defs (παλλακίς)
Cunliffe (Lex Entries) (παλλακίς)
Middle Liddell (παλλακίς)

Morphological Data

παλλακίς NOUN