οἰκτροχοέω
to pour forth piteously
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(οἰκτροχοέω)
LSJ
(οἰκτροχοέω)
Short Defs
(οἰκτροχοέω)
Middle Liddell
(οἰκτροχοέω)
Morphological Data
οἰκτροχοέω
VERB