οἰκοδομικός
practised or skilful in building
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(οἰκοδομικός)
LSJ
(οἰκοδομικός)
Short Defs
(οἰκοδομικός)
Morphological Data
οἰκοδομικός
ADJ
οἰκοδομικός
ADV