οἰκιακός
of or belonging to a house
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(οἰκιακός)
LSJ
(οἰκιακός)
Short Defs
(οἰκιακός)
Middle Liddell
(οἰκιακός)
Morphological Data
οἰκιακός
ADJ
οἰκιακός
NOUN