ξυστός

scraped, polished
(δρόμος) a covered colonnade

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ξυστός)
LSJ (ξυστός)
LSJ (ξυστός)
Short Defs (ξυστός)
Short Defs (ξυστός2)

Morphological Data

ξυστός ADJ
ξυστός NOUN