μόναρχος

one who rules alone, a monarch, sovereign; adj. monarchic

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μόναρχος)
LSJ (μόναρχος)
Short Defs (μόναρχος)
Lexicon Thucydideum (μόναρχος)

Morphological Data

μόναρχος NOUN
μόναρχος ADJ