μοσχοποιέω

to make a calf

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μοσχοποιέω)
LSJ (μοσχοποιέω)
Short Defs (μοσχοποιέω)
Middle Liddell (μοσχοποιέω)

Morphological Data

μοσχοποιέω VERB