μορμολύττομαι

to frighten, scare

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μορμολύττομαι)
LSJ (μορμολύττομαι)
Short Defs (μορμολύττομαι)
Middle Liddell (μορμολύττομαι)

Morphological Data

μορμολύττομαι VERB