μολυνοπραγμονέομαι

to get into dirty quarrels

Dictionaries

LSJ (μολυνοπραγμονέομαι)
Short Defs (μολυνοπραγμονέομαι)
Middle Liddell (μολυνοπραγμονέομαι)

Morphological Data

μολυνοπραγμονέομαι VERB