μογοστόκος
helping women in hard childbirth
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μογοστόκος)
LSJ
(μογοστόκος)
Short Defs
(μογοστόκος)
Cunliffe (Lex Entries)
(μογοστόκος)
Middle Liddell
(μογοστόκος)
Morphological Data
μογοστόκος
ADJ
μογοστόκος
NOUN
μογοστόκος
ADV