μετριοπαθής

moderating one's passions

Dictionaries

LSJ (μετριοπαθής)
Short Defs (μετριοπαθής)
Middle Liddell (μετριοπαθής)

Morphological Data

μετριοπαθής ADV
μετριοπαθής ADJ
μετριοπαθής VERB