μετοιωνίζομαι

effect an auspicious change in, procure happier omens for

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετοιωνίζομαι)
LSJ (μετοιωνίζομαι)
Short Defs (μετοιωνίζομαι)

Morphological Data

μετοιωνίζομαι VERB