μετεωροσκόπος

a star-gazer

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μετεωροσκόπος)
LSJ (μετεωροσκόπος)
Short Defs (μετεωροσκόπος)
Middle Liddell (μετεωροσκόπος)

Morphological Data

μετεωροσκόπος NOUN