μετεξαιρέομαι
to take out of and put elsewhere
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μετεξαιρέομαι)
LSJ
(μετεξαιρέομαι)
Short Defs
(μετεξαιρέομαι)
Morphological Data
μετεξαιρέομαι
VERB