μεταχωρέω
to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μεταχωρέω)
LSJ
(μεταχωρέω)
Short Defs
(μεταχωρέω)
Lexicon Thucydideum
(μεταχωρέω)
Middle Liddell
(μεταχωρέω)
Morphological Data
μεταχωρέω
VERB