μεταστρατοπεδεύω
to shift one's ground
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μεταστρατοπεδεύω)
LSJ
(μεταστρατοπεδεύω)
Short Defs
(μεταστρατοπεδεύω)
Middle Liddell
(μεταστρατοπεδεύω)
Morphological Data
μεταστρατοπεδεύω
VERB