μεταπίπτω
to fall differently, undergo a change
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μεταπίπτω)
LSJ
(μεταπίπτω)
Short Defs
(μεταπίπτω)
Lexicon Thucydideum
(μεταπίπτω)
Morphological Data
μεταπίπτω
VERB