μεταλαμβάνω

to have or get a share of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μεταλαμβάνω)
LSJ (μεταλαμβάνω)
Short Defs (μεταλαμβάνω)
Lexicon Thucydideum (μεταλαμβάνω)

Morphological Data

μεταλαμβάνω VERB