μεταδοξάζω
to change one's opinion
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μεταδοξάζω)
LSJ
(μεταδοξάζω)
Short Defs
(μεταδοξάζω)
Middle Liddell
(μεταδοξάζω)
Morphological Data
μεταδοξάζω
VERB