μεθορμάομαι
to rush in pursuit of, make a dash at
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μεθορμάομαι)
LSJ
(μεθορμάομαι)
Short Defs
(μεθορμάομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(μεθορμάομαι)
Middle Liddell
(μεθορμάομαι)
Morphological Data
μεθορμάομαι
VERB