μεγαλίζομαι

to be exalted, to bear oneself proudly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μεγαλίζομαι)
LSJ (μεγαλίζομαι)
Short Defs (μεγαλίζομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (μεγαλίζομαι)

Morphological Data

μεγαλίζομαι VERB