μείρομαι

to receive as one's portion
[wish for > ἱμείρομαι]

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μείρομαι)
LSJ (μείρομαι1)
LSJ (μείρομαι2)
Short Defs (μείρομαι)
Short Defs (μείρομαι2)
Cunliffe (Lex Entries) (μείρομαι)

Morphological Data

μείρομαι VERB