μαντεύομαι
to divine, prophesy, presage
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(μαντεύομαι)
LSJ
(μαντεύομαι)
Short Defs
(μαντεύομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(μαντεύομαι)
Lexicon Thucydideum
(μαντεύομαι)
Middle Liddell
(μαντεύομαι)
Morphological Data
μαντεύομαι
VERB