μαίανδρος

Meander river; (common n.) winding pattern

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (Μαίανδρος)
LSJ (Μαίανδρος)
Short Defs (Μαίανδρος)
Cunliffe (Hompers) (Μαίανδρος)
Middle Liddell (Μαίανδρος)

Morphological Data

μαίανδρος NOUN