μέτειμι

be among; (+dat and gen) have a share in
go among, go after

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (μέτειμι)
Cambridge Greek Lexicon (μέτειμι)
LSJ (μέτειμι1)
LSJ (μέτειμι2)
Short Defs (μέτειμι)
Short Defs (μέτειμι2)
Cunliffe (Lex Entries) (μέτειμι)
Cunliffe (Lex Entries) (μέτειμι)
Lexicon Thucydideum (μέτειμι1)
Lexicon Thucydideum (μέτειμι2)
Middle Liddell (μέτειμι)
Middle Liddell (μέτειμι)

Morphological Data

μέτειμι VERB