λυμαίνομαι

[cleanse from dirt]
to treat with indignity, to outrage, to maltreat

Dictionaries

LSJ (λυμαίνομαι1)
LSJ (λυμαίνομαι2)
Short Defs (λυμαίνομαι)
Short Defs (λυμαίνομαι2)
Lexicon Thucydideum (λυμαίνομαι)

Morphological Data

λυμαίνομαι VERB