λιθουργός
a worker in stone, stone-mason
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(λιθουργός)
LSJ
(λιθουργός)
Short Defs
(λιθουργός)
Lexicon Thucydideum
(λιθουργός)
Morphological Data
λιθουργός
ADJ
λιθουργός
NOUN