λησίμβροτος
taking men unawares, a thief
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(λησίμβροτος)
LSJ
(λησίμβροτος)
Short Defs
(λησίμβροτος)
Middle Liddell
(λησίμβροτος)
Morphological Data
λησίμβροτος
ADJ