λεπτός
(husked, threshed) fine, thin, delicate, subtle
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(λεπτός)
LSJ
(λεπτός)
Short Defs
(λεπτός)
Cunliffe (Lex Entries)
(λεπτός)
Lexicon Thucydideum
(λεπτός)
Middle Liddell
(λεπτός)
Morphological Data
λεπτός
ADJ
λεπτός
ADV