λάζομαι

to take, seize, grasp

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (λάζομαι)
LSJ (λάζομαι)
Short Defs (λάζομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (λάζομαι)
Middle Liddell (λάζομαι)

Morphological Data

λάζομαι VERB