κωμῳδοποιός
a maker of comedies, comic poet
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κωμῳδοποιός)
LSJ
(κωμῳδοποιός)
Short Defs
(κωμῳδοποιός)
Middle Liddell
(κωμῳδοποιός)
Morphological Data
κωμῳδοποιός
NOUN