κυνηγετικός

of or for hunting, fond of the chase

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κυνηγετικός)
LSJ (κυνηγετικός)
Short Defs (κυνηγετικός)
Middle Liddell (κυνηγετικός)

Morphological Data

κυνηγετικός ADJ
κυνηγετικός ADV