κροκωτός
(adj) saffron-dyed, saffron-coloured; (n) a saffron-colored robe
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κροκωτός)
LSJ
(κροκωτός)
Short Defs
(κροκωτός)
Morphological Data
κροκωτός
ADJ
κροκωτός
NOUN