κοινόλεκτρος
having a common bed, a bedfellow, consort
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κοινόλεκτρος)
LSJ
(κοινόλεκτρος)
Short Defs
(κοινόλεκτρος)
Morphological Data
κοινόλεκτρος
ADJ