κατευνάζω

to put to bed, lull to sleep

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατευνάζω)
LSJ (κατευνάζω)
Short Defs (κατευνάζω)
Cunliffe (Lex Entries) (κατευνάζω)
Middle Liddell (κατευνάζω)

Morphological Data

κατευνάζω VERB