κατεξουσιάζω

to exercise lordship over

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (κατεξουσιάζω)
LSJ (κατεξουσιάζω)
Short Defs (κατεξουσιάζω)
Middle Liddell (κατεξουσιάζω)

Morphological Data

κατεξουσιάζω VERB