κατεξανίσταμαι
to rise up against, struggle against
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατεξανίσταμαι)
LSJ
(κατεξανίσταμαι)
Short Defs
(κατεξανίσταμαι)
Middle Liddell
(κατεξανίσταμαι)
Morphological Data
κατεξανίσταμαι
VERB