καταχειροτονέω

to vote against, to vote in condemnation of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταχειροτονέω)
LSJ (καταχειροτονέω)
Short Defs (καταχειροτονέω)
Middle Liddell (καταχειροτονέω)

Morphological Data

καταχειροτονέω VERB