κατατεθαρρηκότως
boldly, confidently
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(κατατεθαρρηκότως)
LSJ
(κατατεθαρρηκότως)
Short Defs
(κατατεθαρρηκότως)
Morphological Data
κατατεθαρρηκότως
ADV