καταστρατοπεδεύω
to put into cantonments, encamp
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(καταστρατοπεδεύω)
LSJ
(καταστρατοπεδεύω)
Short Defs
(καταστρατοπεδεύω)
Morphological Data
καταστρατοπεδεύω
VERB