καταστρέφω

to turn down, trample on

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταστρέφω)
LSJ (καταστρέφω)
Anabasis Mather (καταστρέφω)
Short Defs (καταστρέφω)
Lexicon Thucydideum (καταστρέφω)
Middle Liddell (καταστρέφω)

Morphological Data

καταστρέφω VERB
καταστρέφω NOUN
καταστρέφω ADV
καταστρέφω ADJ