καταναγκάζω

to overpower by force, confine

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταναγκάζω)
LSJ (καταναγκάζω)
Short Defs (καταναγκάζω)
Lexicon Thucydideum (καταναγκάζω)

Morphological Data

καταναγκάζω VERB