καταμισθοφορέω

to spend in paying

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (καταμισθοφορέω)
LSJ (καταμισθοφορέω)
Short Defs (καταμισθοφορέω)
Middle Liddell (καταμισθοφορέω)

Morphological Data

καταμισθοφορέω VERB